χείρωμα

χείρωμα
χείρ-ωμα, ατος, τό,
A that which is subdued, a conquest,

δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος A.Ag.1326

.
2 deed of violence,

ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. S.OT560

.
II a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up (v. τυμβοχόος), A.Th. 1027.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • χείρωμ' — χείρωμα , χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματα — χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματι — χείρωμα that which is subdued neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματος — χείρωμα that which is subdued neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …   Dictionary of Greek

  • χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”